απελπισμένα

απελπισμένα
επίρρ. τροπ., με απελπισία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀπελπισμένα — ἀ̱πελπισμένα , ἀπελπίζω despair of perf part mp neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἀ̱πελπισμένᾱ , ἀπελπίζω despair of perf part mp fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀ̱πελπισμένᾱ , ἀπελπίζω despair of perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • απομάχομαι — ἀπομάχομαι (AM) 1. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου μσν. προσπαθώ, επιχειρώ με βία αρχ. 1. μάχομαι απελπισμένα 2. αντικρούω, δεν παραδέχομαι 3. τελειώνω τη μάχη 4. αποκρούω, απωθώ στη μάχη …   Dictionary of Greek

  • κατατολμώ — κατατολμῶ, άω (AM) (επιτ. τ. τού τολμώ) τολμώ πολύ, είμαι υπερβολικά τολμηρός, φέρομαι παράτολμα, ριψοκίνδυνα («πρὸς τὸ παραβάλλεσθαι καὶ κατατολμᾱν τῶν πολεμίων», Πολ.) μσν. μέσ. κατατολμῶμαι, άομαι επιχειρώ κάτι παράτολμα και απελπισμένα αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”